- τριπτ-
- см. τριφτ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριπτική — ἡ, Μ αλοιφή που άπλωναν στο δέρμα πριν από το τρίψιμο στο λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *τριπτικός (< τρίβω), πρβλ. τρίπτ ης, τριπτ ός] … Dictionary of Greek